- Ἀρκεσίλεως
- ἈρκεσίλεωςἈρκεσίλεω̆ς , Ἀρκεσίλευςmasc gen sg
Morphologia Graeca. 2013.
Morphologia Graeca. 2013.
Ἀρκεσίλεως — Ἀρκεσίλεω̆ς , Ἀρκεσίλευς masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ύλη — Στην ευρεία έννοια, ύ. είναι καθετί που γίνεται αντιληπτό από τις αισθήσεις μας ή, πιο γενικά, καθετί που μπορεί να μετρηθεί με οποιοδήποτε όργανο μέτρησης. Στη στενή έννοια, ύ. και μάζα ταυτίζονται: ακριβέστερα, ύ. είναι καθετί που… … Dictionary of Greek